- διευθυντικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση ή στον διευθυντή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα τής Ελληνικής Κυβερνήσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διευθυντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο διευθυντή: Έχει διευθυντικό βαθμό στην υπηρεσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)